- νεφριτικός
- -ή, -ό (Α νεφριτικός, -ή, -όν) [νεφρίτις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.)2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων.
Dictionary of Greek. 2013.